- πανέχινος
- πᾰν-έχινος, ὁ, or [suff] πᾰν-ον, τό, dub. sens., ἐν πανεχίνῳ (A v.l. πάχει νώτῳ)
τῆς ἀσπίδος αὐτοῦ LXX Jb.15.26
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς ἀσπίδος αὐτοῦ LXX Jb.15.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.